- καταγγέλλομαι
- καταγγέλλομαι, καταγγέλθηκα, καταγγελμένος βλ. πίν. 86
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
καταγγέλλομαι — καταγγέλλω announce pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλληλοκαταγγέλλομαι — καταγγέλλομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν καταγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + καταγγέλλω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκαταγγελία] … Dictionary of Greek
ενδεικνύω — (AM ἐνδεικνύω και ἐνδείκνυμι) Ι. δείχνω, δηλώνω, φανερώνω αρχ. 1. δείχνω, υποδεικνύω σε κάποιον να πράξει κάτι («τοιαᾱτα ἐκάστοις ἐνδεικνῡσα τὰ ἔργα») 2. υποβάλλω μήνυση, καταγγέλλω («ένδείκνυμι ταῑς ἀρχαῑς») ΙΙ. (γ εν. πρόσ. ενεστ. μέσης φωνής)… … Dictionary of Greek